κουαρτέτο

κουαρτέτο
το
(λ. ιταλ.)
1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή τέσσερις φωνές.
2. η τετραμελής ομάδα μουσικών που εκτελούν τις συνθέσεις αυτές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουαρτέτο — το 1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή για τέσσερεις φωνές 2. το σύνολο τών εκτελεστών τέτοιας σύνθεσης 3. ομάδα τεσσάρων ανθρώπων που συμπράττουν σε ένα έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quartette ή quartetto < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • Ριάδης, Αιμίλιος — (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αιμίλιου Κούη ή Κου, Θεσσαλονίκη 1886 ή 1880 – 1935). Έλληνας συνθέτης. Σπούδασε στη θεσσαλονίκη καθώς και στο Μόναχο, και για ένα χρονικό διάστημα έμεινε στο Παρίσι, όπου μελέτησε με τον Μορίς Ραβέλ* και συνδέθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτίνο — το 1. μουσική σύνθεση για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα, συνήθως σε ένα μέρος ή σε περισσότερα σύντομα μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή 2. μικρή ορχήστρα από τρία βιολιά και βιολοντσέλο, αλλ. κουαρτέτο εγχόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • κουιντέτο — Μουσικό κομμάτι που έχει γραφτεί για πέντε φωνές ή για πέντε όργανα. Το κ. εξελίχθηκε παράλληλα με το κουαρτέτο και δέχτηκε διάφορους οργανικούς συνδυασμούς: δύο βιολιά, δύο βιόλες και ένα βιολοντσέλο, ή δύο βιολιά, μία βιόλα και δύο βιολοντσέλα …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • τετράφωνος — η, ο, Ν 1. αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές ή με ήχο τεσσάρων οργάνων 2. φρ. α) «τετράφωνη συγχορδία» μουσ. η συνήχηση τεσσάρων φθόγγων τού θεμελίου, τού μέσου, τής κορυφής και σε επανάληψη τού θεμελίου κατά μία ογδόη υψηλότερα β)… …   Dictionary of Greek

  • τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”